τσακωμός

τσακωμός
brouille

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τσακωμός — ο, Ν [τσακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσακώνω, σύλληψη, παγίδευση 2. φιλονικία, καβγάς («μετά τον τσακωμό τους δεν ξαναμίλησαν») …   Dictionary of Greek

  • τσακωμός — ο τσάκωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • αναγούλα — η 1. τάση για εμετό, ναυτία 2. αηδία, απέχθεια, αντιπάθεια 3. πράξη ή λόγος που προκαλεί αηδία 4. (και για πρόσωπα) αυτός που προκαλεί αηδία 5. φιλονικία, τσακωμός, καβγάς 6. ταραχή, συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγουλιάζω. με υποχωρητικό σχηματισμό …   Dictionary of Greek

  • καβγάς — και καυγάς ο 1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός 2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» ζητά αφορμή διαπληκτισμού 3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μάλε βράσε — το φρ. «έγινε το μάλε βράσε» έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε μεγάλος τσακωμός με βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. βάλε βράσε, με ανομοιωτική τροπή τού β τής πρώτης λ. σε μ . Κατ άλλους, από τη φρ. βράση τής μαλιάς «φούντωμα τής φιλονικίας»] …   Dictionary of Greek

  • μάλωμα — το (Μ μάλωμα και μάλλωμαν) [μαλώνω] 1. διαπληκτισμός, λογομαχία, φιλονικία, τσακωμός 2. επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδιασμα 3. συμπλοκή, σύγκρουση …   Dictionary of Greek

  • μαλλιοτράβηγμα — και μαλλοτράβηγμα, το [μαλλιοτραβώ] έντονος διαπληκτισμός, μεγάλος τσακωμός με αλληλοτράβηγμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • νταραβέρι — και νταλαβέρι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία 2. συν. στον πληθ. διαπροσωπικές σχέσεις, σχέσεις οικειότητας μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων («τά κόψαμε τα νταραβέρια») 3. διαπληκτισμός, φασαρία, καβγάς, τσακωμός («δεν πληρώνει το νοίκι… …   Dictionary of Greek

  • πλάκωμα — το, Ν [πλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλακώνω, η επίστρωση τοίχων ή δαπέδου με πλάκες, πλακόστρωση 2. η πίεση που ασκείται σε κάτι με την τοποθέτηση βάρους επάνω του 3. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος («ψυχικό… …   Dictionary of Greek

  • συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”